αυθεντία

αυθεντία
η
1) авторитет; авторитетность;

είμαι αυθεντία σε... — быть авторитетом в...;

η γνώμη του δεν έχει πολλήν αυθεντίαν — его мнение не очень авторитетно;

3) власть, господство; 4) подвластная территория, область; 5) благородие, высокоблагородие (в обращении);

η αυθεντία σου — сударь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυθεντία" в других словарях:

  • αὐθεντία — αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc/acc dual αὐθεντίᾱ , αὐθεντία absolute sway fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίᾳ — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… …   Dictionary of Greek

  • αυθεντία — η το αναμφισβήτητο κύρος της γνώμης κάποιου σε κάτι: Στα θέματα αυτά ο Α είναι αυθεντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐθεντίας — αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem acc pl αὐθεντίᾱς , αὐθεντία absolute sway fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαι — αὐθεντίᾱͅ , αὐθεντία absolute sway fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαν — αὐθεντίᾱν , αὐθεντία absolute sway fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθεντίαις — αὐθεντία absolute sway fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»